- συνεπικούρειος
- ὁ, Αο επίσης επικούρειος, αυτός που είναι επίσης μαθητής τού Επικούρου.[ΕΤΥΜΟΛ. < συν-* + ἐπικούρειος (< Ἐπίκουρος)].
Dictionary of Greek. 2013.
Dictionary of Greek. 2013.
συνεπικουρείους — συνεπικούρειος fellow Ericurean masc acc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)